δερβίσης

δερβίσης
Λέξη περσικής προέλευσης (προέρχεται, πιθανώς, από τις λέξεις ντερ = πόρτα και βις = κοίτασμα, και σημαίνει ζητιάνος που στέκει στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι αμφίβολη) με την οποία σε πολλές χώρες του μουσουλμανικού κόσμου χαρακτηρίζονται τα μέλη των μυστικιστικών θρησκευτικώναδελφοτήτων (ταρίκα).Στην Περσία και στην Τουρκία η λέξη δ. σημαίνει επίσης και τους επαίτες μοναχούς. Πρόκειται για έναν γενικότερο όρο που έχει τον αντίστοιχό του και σε άλλες θρησκείες. Το ασκητικό σύστημα των δ. διαφέρει από τη μία αδελφότητα στην άλλη. Μερικοί από αυτούς ασκούν έναν εκστατικό ησυχασμό, ενώ άλλοι χορεύουν και καταλαμβάνονται από κρίση παραληρήματος, κατά την οποία καταπίνουν αναμμένα κάρβουνα, ζωντανά φίδια ή καρφώνουν καρφιά στο κεφάλι. Οι εκδηλώσεις αυτές αποσκοπούν στην ανύψωση της ψυχής στην πιο υψηλή μυστικιστική τελειότητα. Οι δερβίσηδες είναι μοναχοί, μέλη ισλαμικών αδελφοτήτων.
* * *
και ντερβίσης, ο
1. μωαμεθανός μοναχός που ζει φτωχικά συνήθως μαζί με άλλους σε τεκέ
2. θαρραλέος («τα λέει σαν δερβίσης»)
3. άνθρωπος που δεν εργάζεται και περνάει ξεκούραστα τη ζωή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dervis < περσ. darweš «επαίτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δερβίσης — ο (λ. τουρκ.), μουσουλμάνος καλόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • δερβίσικος — και ντερβίσικος, η, ο [δερβίσης] Ι. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δερβίση 2. ο θαρραλέος II. επίρρ. δερβίσικα 1. με τρόπο που ταιριάζει σε δερβίση 2. θαρραλέα …   Dictionary of Greek

  • ντερβίσης — ο (Μ ντερβίσης και τερβίσης) βλ. δερβίσης …   Dictionary of Greek

  • φακίρης — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Μεβλεβήδες — Ισλαμικό τάγμα μοναχών δερβίσηδων. Ιδρύθηκε στο Ικόνιο στα τέλη του 13ου αι. από τον Πέρση ποιητή Τζαλάλ αντ Ντιν αρ Ρουμί. Ο Τσελεπής, δηλαδή ο μέγας δερβίσης του τάγματος, είχε το προνόμιο να παραδίδει στους σουλτάνους της Τουρκίας το ξίφος… …   Dictionary of Greek

  • Ραζαλί, Αμπού-Χαμίντ-Μουχάμαντ-αλ — (1058 – 1111). Είναι γνωστός και με το όνομα Αλγκαζέλ. Μουσουλμάνος φιλόσοφος. Δίδαξε νομικά στη Βαγδάτη. Έγραψε λίβελους εναντίον των Ισμαηλιτών, οι οποίοι είχαν δολοφονήσει τον Νιζάμ αλ Μουλκ (1095). Αρχικά ήταν σκεπτικιστής, μετά όμως στράφηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”